Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδομυϊκώς < ενδομυϊκός + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

ενδομυϊκώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία