Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁa.mys.ky.lɛʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
intramusculaire intramusculaires

intramusculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό