Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοκομματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδοκομματικ
ός
η
ενδοκομματικ
ή
το
ενδοκομματικ
ό
γενική
του
ενδοκομματικ
ού
της
ενδοκομματικ
ής
του
ενδοκομματικ
ού
αιτιατική
τον
ενδοκομματικ
ό
την
ενδοκομματικ
ή
το
ενδοκομματικ
ό
κλητική
ενδοκομματικ
έ
ενδοκομματικ
ή
ενδοκομματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδοκομματικ
οί
οι
ενδοκομματικ
ές
τα
ενδοκομματικ
ά
γενική
των
ενδοκομματικ
ών
των
ενδοκομματικ
ών
των
ενδοκομματικ
ών
αιτιατική
τους
ενδοκομματικ
ούς
τις
ενδοκομματικ
ές
τα
ενδοκομματικ
ά
κλητική
ενδοκομματικ
οί
ενδοκομματικ
ές
ενδοκομματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδοκομματικός
<
ενδο-
+
κομματικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενδοκομματικός
που αφορά τις διαδικασίες και σχέσεις στο
εσωτερικό
ενός
κόμματος
, μεταξύ των
μελών
του
Αντώνυμα
επεξεργασία
εξωκομματικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδοκομματικός
γαλλικά
:
interne
(fr)
au
parti
(fr)
, à l'
intérieur
(fr)
au
parti
(fr)