εκλαϊκευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκλαϊκευτικός < εκλαϊκευτής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
εκλαϊκευτικός
- που έχει σχέση με την εκλαΐκευση ή αναφέρεται σ' αυτή
- ↪ κυκλοφορία εκλαϊκευτικών βιβλίων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκλαϊκευτικός