Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκλαϊκευτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εκλαϊκευτ
ής
οι
εκλαϊκευτ
ές
γενική
του
εκλαϊκευτ
ή
των
εκλαϊκευτ
ών
αιτιατική
τον
εκλαϊκευτ
ή
τους
εκλαϊκευτ
ές
κλητική
εκλαϊκευτ
ή
εκλαϊκευτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκλαϊκευτής
<
εκλαϊκεύω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκλαϊκευτής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
εκλαϊκεύτρια
)
που
εκλαϊκεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκλαϊκευτής
αγγλικά
:
US
:
popularizer
(en)
,
UK
:
populariser
(en)
,
περίφραση
: someone who makes sth attractive to the general public•
μειωτικά μερώνυμα
:
UK
:
vulgariser
(en)
,
UK
:
vulgariser
(en)
,
μερώνυμο
:
communicator
(en)
γαλλικά
:
vulgarisateur
(fr)