Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκλαϊκεύω < εκ- + λαϊκός + -εύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική populariser)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kla.iˈce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κλα‐ϊ‐κεύ‐ω
παλιότερος συλλαβισμός: εκ‐λα‐ϊ‐κεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

εκλαϊκεύω, πρτ.: εκλαΐκευα, στ.μέλλ.: θα εκλαϊκεύσω, αόρ.: εκλαΐκευσα, παθ.φωνή: εκλαϊκεύομαι, μτχ.π.π.: εκλαϊκευμένος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λαϊκός και λαός

  Μεταφράσεις επεξεργασία