εκλαϊκεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκλαϊκεύω < εκ- + λαϊκός + -εύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική populariser)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kla.iˈce.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κλα‐ϊ‐κεύ‐ω
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐λα‐ϊ‐κεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαεκλαϊκεύω, πρτ.: εκλαΐκευα, στ.μέλλ.: θα εκλαϊκεύσω, αόρ.: εκλαΐκευσα, παθ.φωνή: εκλαϊκεύομαι, μτχ.π.π.: εκλαϊκευμένος
- διαπραγματεύομαι ένα σύνθετο επιστημονικό θέμα με απλό τρόπο ώστε να γίνει αντιληπτό από τους μη ειδικούς
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις λαϊκός και λαός