↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκλαϊκευμένος η εκλαϊκευμένη το εκλαϊκευμένο
      γενική του εκλαϊκευμένου της εκλαϊκευμένης του εκλαϊκευμένου
    αιτιατική τον εκλαϊκευμένο την εκλαϊκευμένη το εκλαϊκευμένο
     κλητική εκλαϊκευμένε εκλαϊκευμένη εκλαϊκευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκλαϊκευμένοι οι εκλαϊκευμένες τα εκλαϊκευμένα
      γενική των εκλαϊκευμένων των εκλαϊκευμένων των εκλαϊκευμένων
    αιτιατική τους εκλαϊκευμένους τις εκλαϊκευμένες τα εκλαϊκευμένα
     κλητική εκλαϊκευμένοι εκλαϊκευμένες εκλαϊκευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκλαϊκευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκλαϊκεύω

εκλαϊκευμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία