Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκλαϊκευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκλαϊκευμέν
ος
η
εκλαϊκευμέν
η
το
εκλαϊκευμέν
ο
γενική
του
εκλαϊκευμέν
ου
της
εκλαϊκευμέν
ης
του
εκλαϊκευμέν
ου
αιτιατική
τον
εκλαϊκευμέν
ο
την
εκλαϊκευμέν
η
το
εκλαϊκευμέν
ο
κλητική
εκλαϊκευμέν
ε
εκλαϊκευμέν
η
εκλαϊκευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκλαϊκευμέν
οι
οι
εκλαϊκευμέν
ες
τα
εκλαϊκευμέν
α
γενική
των
εκλαϊκευμέν
ων
των
εκλαϊκευμέν
ων
των
εκλαϊκευμέν
ων
αιτιατική
τους
εκλαϊκευμέν
ους
τις
εκλαϊκευμέν
ες
τα
εκλαϊκευμέν
α
κλητική
εκλαϊκευμέν
οι
εκλαϊκευμέν
ες
εκλαϊκευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκλαϊκευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκλαϊκεύω
Μετοχή
επεξεργασία
εκλαϊκευμένος
που έχει
εκλαϊκευτεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκλαϊκευμένος
γαλλικά
:
vulgarisé
(fr)