Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκαβικός η εκαβική το εκαβικό
      γενική του εκαβικού της εκαβικής του εκαβικού
    αιτιατική τον εκαβικό την εκαβική το εκαβικό
     κλητική εκαβικέ εκαβική εκαβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκαβικοί οι εκαβικές τα εκαβικά
      γενική των εκαβικών των εκαβικών των εκαβικών
    αιτιατική τους εκαβικούς τις εκαβικές τα εκαβικά
     κλητική εκαβικοί εκαβικές εκαβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκαβικός < αγγλική ekavic + -ικός < Ekavian

  Επίθετο επεξεργασία

εκαβικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία