εκαβικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εκαβικός | η | εκαβική | το | εκαβικό |
γενική | του | εκαβικού | της | εκαβικής | του | εκαβικού |
αιτιατική | τον | εκαβικό | την | εκαβική | το | εκαβικό |
κλητική | εκαβικέ | εκαβική | εκαβικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εκαβικοί | οι | εκαβικές | τα | εκαβικά |
γενική | των | εκαβικών | των | εκαβικών | των | εκαβικών |
αιτιατική | τους | εκαβικούς | τις | εκαβικές | τα | εκαβικά |
κλητική | εκαβικοί | εκαβικές | εκαβικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεκαβικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) που έχει σχέση με την διάλεκτο ή ομάδα διαλέκτων της σερβο-κροατικής που ομιλείται κυρίως στη Σερβία και χαρακτηρίζεται από την εξέλιξη τού γιατ (παλαιά κυριλλική: ѣ, γλαγολιτική: ⱑ, λατινική μεταγραφή: /ě/) ως /e/
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κυριλλικό αλφάβητο στη Βικιπαίδεια
- ικαβικός (ikavian) /ě/ > /i/
- γιακαβικός / ιεκαβικός / γιεκαβικός (ijekavian) /ě/ > /ya/ > /jä/
- στοκαβική (Štokavian)
- καϊκαβική (Kajkavian)
- τσακαβική (Čakavian)