Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειρηνευτικός η ειρηνευτική το ειρηνευτικό
      γενική του ειρηνευτικού της ειρηνευτικής του ειρηνευτικού
    αιτιατική τον ειρηνευτικό την ειρηνευτική το ειρηνευτικό
     κλητική ειρηνευτικέ ειρηνευτική ειρηνευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειρηνευτικοί οι ειρηνευτικές τα ειρηνευτικά
      γενική των ειρηνευτικών των ειρηνευτικών των ειρηνευτικών
    αιτιατική τους ειρηνευτικούς τις ειρηνευτικές τα ειρηνευτικά
     κλητική ειρηνευτικοί ειρηνευτικές ειρηνευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ειρηνευτικός < ειρηνεύω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

ειρηνευτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία