Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ειρηνευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ειρηνευτικ
ός
η
ειρηνευτικ
ή
το
ειρηνευτικ
ό
γενική
του
ειρηνευτικ
ού
της
ειρηνευτικ
ής
του
ειρηνευτικ
ού
αιτιατική
τον
ειρηνευτικ
ό
την
ειρηνευτικ
ή
το
ειρηνευτικ
ό
κλητική
ειρηνευτικ
έ
ειρηνευτικ
ή
ειρηνευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ειρηνευτικ
οί
οι
ειρηνευτικ
ές
τα
ειρηνευτικ
ά
γενική
των
ειρηνευτικ
ών
των
ειρηνευτικ
ών
των
ειρηνευτικ
ών
αιτιατική
τους
ειρηνευτικ
ούς
τις
ειρηνευτικ
ές
τα
ειρηνευτικ
ά
κλητική
ειρηνευτικ
οί
ειρηνευτικ
ές
ειρηνευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ειρηνευτικός
<
ειρηνεύω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
ειρηνευτικός, -ή, -ό
που συμβάλλει στην
ειρήνη
, στην
ειρήνευση
Συγγενικά
επεξεργασία
ειρηνευτικά
→
δείτε
τις λέξεις
ειρηνεύω
και
ειρήνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ειρηνευτικός
αγγλικά
:
peacekeeping
(en)
γαλλικά
: de
paix
(fr)