Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

peacekeeping < peace + keeping

  Επίθετο επεξεργασία

peacekeeping (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ειρηνευτικός
    The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
    Ο ΟΗΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές.

  Πηγές επεξεργασία