Ετυμολογία

επεξεργασία
peace < μέση αγγλική pece, peas, pees < παλαιά γαλλική pais < λατινική pax

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

peace (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η ειρήνη, μια κατάσταση ή μια χρονική περίοδος κατά την οποία δεν υπάρχει πόλεμος ή βία σε μια χώρα ή μια περιοχή
    ⮡  in times of peace - σε καιρό ειρήνης
    ⮡  a peace treaty/conference - συνθήκη/διάσκεψη ειρήνης
    ⮡  It constitutes a threat to world peace.
    Αποτελεί απειλή για τη διεθνή ειρήνη.
  2. (μη μετρήσιμο) η ηρεμία, η γαλήνη, η ησυχία, η κατάσταση του να είμαι ήρεμος ή ήσυχος
    ⮡  Where can we find some peace (and quiet)?
    Πού μπορούμε να βρούμε λίγη ηρεμία;
    ⮡  Leave me in peace.
    Άσε με ήσυχο!
    ⮡  the peace of the countryside - η γαλήνη της εξοχής
    ⮡  He’s never at peace with himself.
    Δεν έχει ποτέ ησυχία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη calm