pax
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pax < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *paḱ- (πβ pango)
Ουσιαστικό επεξεργασία
pax θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pax | pacēs |
γενική | pacis | pacum |
δοτική | pacī | pacibus |
αιτιατική | pacem | pacēs |
κλητική | pax | pacēs |
αφαιρετική | pace | pacibus |
Επιφώνημα επεξεργασία
pax