ειρηνευτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ειρηνευτικά < ειρηνευτικός
Επίρρημα επεξεργασία
ειρηνευτικά
- αποσκοπώντας στην ειρήνευση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ειρηνευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ειρηνευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ειρηνευτικό