Δείτε επίσης: εἰκάζων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικάζων η εικάζουσα το εικάζον
      γενική του εικάζοντος
εικάζοντα1
της εικάζουσας
εικαζούσης*
του εικάζοντος
    αιτιατική τον εικάζοντα την εικάζουσα το εικάζον
     κλητική εικάζων εικάζουσα εικάζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικάζοντες οι εικάζουσες τα εικάζοντα
      γενική των εικαζόντων των εικαζουσών των εικαζόντων
    αιτιατική τους εικάζοντες τις εικάζουσες τα εικάζοντα
     κλητική εικάζοντες εικάζουσες εικάζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εικάζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εικάζω < αρχαία ελληνική εἰκάζω

  Μετοχή επεξεργασία

εικάζων, -ουσα, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία