Δείτε επίσης: ἐγκάθειρκτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκάθειρκτος η εγκάθειρκτη το εγκάθειρκτο
      γενική του εγκάθειρκτου της εγκάθειρκτης του εγκάθειρκτου
    αιτιατική τον εγκάθειρκτο την εγκάθειρκτη το εγκάθειρκτο
     κλητική εγκάθειρκτε εγκάθειρκτη εγκάθειρκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκάθειρκτοι οι εγκάθειρκτες τα εγκάθειρκτα
      γενική των εγκάθειρκτων των εγκάθειρκτων των εγκάθειρκτων
    αιτιατική τους εγκάθειρκτους τις εγκάθειρκτες τα εγκάθειρκτα
     κλητική εγκάθειρκτοι εγκάθειρκτες εγκάθειρκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκάθειρκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγκάθειρκτος,[1][2] εν- + κάθειρξη

  Επίθετο

επεξεργασία

εγκάθειρκτος, -η, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. εγκάθειρκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. εγκάθειρκτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)