Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκάθειρκτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εγκάθειρκτ
ος
η
εγκάθειρκτ
η
το
εγκάθειρκτ
ο
γενική
του
εγκάθειρκτ
ου
της
εγκάθειρκτ
ης
του
εγκάθειρκτ
ου
αιτιατική
τον
εγκάθειρκτ
ο
την
εγκάθειρκτ
η
το
εγκάθειρκτ
ο
κλητική
εγκάθειρκτ
ε
εγκάθειρκτ
η
εγκάθειρκτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εγκάθειρκτ
οι
οι
εγκάθειρκτ
ες
τα
εγκάθειρκτ
α
γενική
των
εγκάθειρκτ
ων
των
εγκάθειρκτ
ων
των
εγκάθειρκτ
ων
αιτιατική
τους
εγκάθειρκτ
ους
τις
εγκάθειρκτ
ες
τα
εγκάθειρκτ
α
κλητική
εγκάθειρκτ
οι
εγκάθειρκτ
ες
εγκάθειρκτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγκάθειρκτος
<
εν-
+
κάθειρξη
Επίθετο
επεξεργασία
εγκάθειρκτος, -η, -ο
αυτός που εκτίει ποινή
κάθειρξης
, που είναι φυλακισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκάθειρκτος