Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκάθειρκτος η εγκάθειρκτη το εγκάθειρκτο
      γενική του εγκάθειρκτου της εγκάθειρκτης του εγκάθειρκτου
    αιτιατική τον εγκάθειρκτο την εγκάθειρκτη το εγκάθειρκτο
     κλητική εγκάθειρκτε εγκάθειρκτη εγκάθειρκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκάθειρκτοι οι εγκάθειρκτες τα εγκάθειρκτα
      γενική των εγκάθειρκτων των εγκάθειρκτων των εγκάθειρκτων
    αιτιατική τους εγκάθειρκτους τις εγκάθειρκτες τα εγκάθειρκτα
     κλητική εγκάθειρκτοι εγκάθειρκτες εγκάθειρκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκάθειρκτος < εν- + κάθειρξη

  Επίθετο επεξεργασία

εγκάθειρκτος, -η, -ο

  • αυτός που εκτίει ποινή κάθειρξης, που είναι φυλακισμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία