εγκάθειρκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκάθειρκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγκάθειρκτος,[1][2] εν- + κάθειρξη
Επίθετο
επεξεργασίαεγκάθειρκτος, -η, -ο
- αυτός που εκτίει ποινή κάθειρξης, που είναι φυλακισμένος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εγκάθειρκτος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εγκάθειρκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ εγκάθειρκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)