ἐγκάθειρκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐγκάθειρκτος (ελληνιστική κοινή) < ἐγκαθείργω
Επίθετο
επεξεργασίαἐγκάθειρκτος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- έγκλειστος, φυλακισμένος
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, ἀλώπηξ καὶ λέων, 334.1
- ἀλώπηξ θεασαμένη ἐγκάθειρκτον λέοντα καὶ τούτου στᾶσα ἐγγὺς δεινῶς αὐτὸν ὕβριζεν.
- Μια φορά η αλεπού αντίκρισε ένα λιοντάρι που το είχαν φυλακίσει [μέσα στο κλουβί]. Πήγε λοιπόν και στάθηκε κοντά του, εκεί απ᾽ έξω, και βάλθηκε να το περιλούζει με βρισιές.
- Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Η αλεπού και το λιοντάρι.
- ἀλώπηξ θεασαμένη ἐγκάθειρκτον λέοντα καὶ τούτου στᾶσα ἐγγὺς δεινῶς αὐτὸν ὕβριζεν.
- ※ 6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] ⌘ Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, ἀλώπηξ καὶ λέων, 334.1
Πηγές
επεξεργασία- ἐγκάθειρκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.