δρακόντειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δρακόντειος < αρχαία ελληνική δρακόντειος < δράκων ((μεταφορικά): (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική draconien < αρχαία ελληνική Δράκων)
Επίθετο
επεξεργασίαδρακόντειος, -α, -ο
- που έχει σχέση με δράκο / δράκοντα, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτόν ή προέρχεται απ' αυτόν
- που έχει σχέση με το νομοθέτη της αρχαίας Αθήνας Δράκοντα
- (μεταφορικά) πολύ αυστηρός, σκληρός
- Δρακόντεια μέτρα ασφαλείας για βυζαντινή εικόνα: Μέτρα ασφαλείας που θυμίζουν ταινία του Τζέιμς Μποντ θα ληφθούν για τη μεταφορά της εικόνας «Η Σταύρωση του Χριστού» (14ου αιώνα) από το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, όπου εκτίθεται σήμερα, στο ναό του Ελκόμενου Χριστού στη Μονεμβασιά, απ' όπου εκλάπη το 1979. (εφ. Ελευθεροτυπία, 27.08.2009)