διπλοεμβολιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διπλοεμβολιασμένος < διπλο- + εμβολιασμένος
Επίθετο επεξεργασία
διπλοεμβολιασμένος
- που έχει εμβολιαστεί δύο φορές με κάποιο εμβόλιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διπλοεμβολιασμένος
|