τριπλοεμβολιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριπλοεμβολιασμένος < τριπλο- + εμβολιασμένος
Επίθετο
επεξεργασίατριπλοεμβολιασμένος
- που έχει εμβολιαστεί τρεις φορές με κάποιο εμβόλιο
- ※ ο Διευθυντής στη Βʹ ΜΕΘ του νοσοκομείου (…) δήλωσε ότι στο νοσοκομείο δεν έχει γίνει καμία εισαγωγή με τριπλοεμβολιασμένους (Καπραβέλος: Αν αυξηθούν οι εισαγωγές σε νοσοκομεία, δεν θα αντέξει κανείς, εφημ. Καθημερινή, 4/1/2022)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριπλοεμβολιασμένος
|