↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δικομματισμός οι δικομματισμοί
      γενική του δικομματισμού των δικομματισμών
    αιτιατική τον δικομματισμό τους δικομματισμούς
     κλητική δικομματισμέ δικομματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δικομματισμός < δικομματ(ικός) + -ισμός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bipartisme ή από την αγγλική bipartisanism.[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε δι- + κομματισμός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.ko.ma.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐κομ‐μα‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δικομματισμός αρσενικό

  • η εναλλαγή στην κατάληψη της εξουσίας για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο μόνο δύο κομμάτων
    ※  Το διάστημα μεταξύ του 1875 και του 1880 αποτελεί μεταβατική περίοδο. Στις εκλογές του 1875 και του 1879 κανένα κόμμα δεν κέρδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1884, τα δύο μεγάλα κόμματα, του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη, έλεγχαν το 92,2% των εδρών στο Κοινοβούλιο. Το κοινοβουλευτικό σύστημα και ο δικομματισμός θεμελιώθηκαν.
    Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας - Γ΄ Γενικού Λυκείου, χ.χ. (@ebooks.edu.gr

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία