κομματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομματισμός < κομματίζομαι + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομματισμός αρσενικό
- (πολιτική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κομματίζομαι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κομματίζομαι, κόμμα και κόβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομματισμός
|