κομματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακομματίζομαι
- (πολιτική) ενεργώ βάσει κομματικών συμφερόντων και κριτηρίων σε περιπτώσεις που δεν πρέπει
Συγγενικά
επεξεργασία- κομματισμός
- αντικομματισμός
- → δείτε τις λέξεις κόμμα και κόβω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κομματίζομαι | κομματιζόμουν(α) | θα κομματίζομαι | να κομματίζομαι | ||
β' ενικ. | κομματίζεσαι | κομματιζόσουν(α) | θα κομματίζεσαι | να κομματίζεσαι | (κομματίζου) | |
γ' ενικ. | κομματίζεται | κομματιζόταν(ε) | θα κομματίζεται | να κομματίζεται | ||
α' πληθ. | κομματιζόμαστε | κομματιζόμαστε κομματιζόμασταν |
θα κομματιζόμαστε | να κομματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κομματίζεστε | κομματιζόσαστε κομματιζόσασταν |
θα κομματίζεστε | να κομματίζεστε | (κομματίζεστε) | |
γ' πληθ. | κομματίζονται | κομματίζονταν κομματιζόντουσαν |
θα κομματίζονται | να κομματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κομματίστηκα | θα κομματιστώ | να κομματιστώ | κομματιστεί | ||
β' ενικ. | κομματίστηκες | θα κομματιστείς | να κομματιστείς | κομματίσου | ||
γ' ενικ. | κομματίστηκε | θα κομματιστεί | να κομματιστεί | |||
α' πληθ. | κομματιστήκαμε | θα κομματιστούμε | να κομματιστούμε | |||
β' πληθ. | κομματιστήκατε | θα κομματιστείτε | να κομματιστείτε | κομματιστείτε | ||
γ' πληθ. | κομματίστηκαν κομματιστήκαν(ε) |
θα κομματιστούν(ε) | να κομματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κομματιστεί | είχα κομματιστεί | θα έχω κομματιστεί | να έχω κομματιστεί | κομματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κομματιστεί | είχες κομματιστεί | θα έχεις κομματιστεί | να έχεις κομματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κομματιστεί | είχε κομματιστεί | θα έχει κομματιστεί | να έχει κομματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κομματιστεί | είχαμε κομματιστεί | θα έχουμε κομματιστεί | να έχουμε κομματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κομματιστεί | είχατε κομματιστεί | θα έχετε κομματιστεί | να έχετε κομματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κομματιστεί | είχαν κομματιστεί | θα έχουν κομματιστεί | να έχουν κομματιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομματίζομαι
|