Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δικαιοκρίτης οι δικαιοκρίτες
      γενική του δικαιοκρίτη των δικαιοκριτών
    αιτιατική τον δικαιοκρίτη τους δικαιοκρίτες
     κλητική δικαιοκρίτη δικαιοκρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικαιοκρίτης < ελληνιστική κοινή δῐκαιοκρῐ́της < αρχαία ελληνική δίκαιος + κρίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.ce.oˈkɾi.tis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δικαιοκρίτης αρσενικό (θηλυκό: δικαιοκρίτρια & δικαιοκρίτρα)

  • (λόγιο) αυτός που δίκαια κρίνει
    ※  Ο μύθος της γυναίκας που θυσιάζεται για να σωθεί ο άντρας της και επιστρέφει από τα βασίλεια του Άδη με την επέμβαση ενός δικαιοκρίτη είναι γνωστός σε πολλούς λαούς. Με άλλο ένδυμα, μάλιστα, επιβιώνει, ας μην ξεχνάμε, και στο δημοτικό μας τραγούδι. (* εφημερίδα Καθημερινή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δικαιοκρίτης οἱ δικαιοκρῖται
      γενική τοῦ δικαιοκρίτου τῶν δικαιοκριτῶν
      δοτική τῷ δικαιοκρίτ τοῖς δικαιοκρίταις
    αιτιατική τὸν δικαιοκρίτην τοὺς δικαιοκρίτᾱς
     κλητική ! δικαιοκρῖτ δικαιοκρῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δικαιοκρίτ
γεν-δοτ τοῖν  δικαιοκρίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικαιοκρίτης < αρχαία ελληνική δίκαι(ος) + -ο- + κριτής (κρίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δῐκαιοκρῐ́της [ῐ] αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία