διαφορτωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφορτωτικός < δια- + φορτωτικός
Επίθετο επεξεργασία
διαφορτωτικός
- που αφορά ή εμπλέκει δύο τουλάχιστον μέσα μεταφοράς ενός προϊόντος
- (ουσιαστικοποιημένο) διαφορτωτική
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαφορτωτικός
|