διατοπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδιατοπικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με δύο ή περισσότερους τόπους / περιοχές ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- διατοπικά
- διατοπικώς
- → δείτε τις λέξεις διά και τόπος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διατοπικός
|
Πηγές
επεξεργασία- διατοπικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)