διασυλλογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασυλλογικός < δια- + συλλογικός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interclub
Επίθετο
επεξεργασίαδιασυλλογικός
- που αφορά δύο ή περισσότερους συλλόγους ή γίνεται μεταξύ τους
διασυλλογικός