↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασυλλογικός η διασυλλογική το διασυλλογικό
      γενική του διασυλλογικού της διασυλλογικής του διασυλλογικού
    αιτιατική τον διασυλλογικό τη διασυλλογική το διασυλλογικό
     κλητική διασυλλογικέ διασυλλογική διασυλλογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασυλλογικοί οι διασυλλογικές τα διασυλλογικά
      γενική των διασυλλογικών των διασυλλογικών των διασυλλογικών
    αιτιατική τους διασυλλογικούς τις διασυλλογικές τα διασυλλογικά
     κλητική διασυλλογικοί διασυλλογικές διασυλλογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διασυλλογικός < δια- + συλλογικός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interclub

  Επίθετο

επεξεργασία

διασυλλογικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία