διακαναλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακαναλικός (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interchannel. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + κανάλ(ι) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδιακαναλικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) που μεταδίδεται ταυτόχρονα από δύο ή περισσότερα κανάλια
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακαναλικός
Πηγές
επεξεργασία- διακαναλικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- διακαναλικός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr