↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακαναλικός η διακαναλική το διακαναλικό
      γενική του διακαναλικού της διακαναλικής του διακαναλικού
    αιτιατική τον διακαναλικό τη διακαναλική το διακαναλικό
     κλητική διακαναλικέ διακαναλική διακαναλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακαναλικοί οι διακαναλικές τα διακαναλικά
      γενική των διακαναλικών των διακαναλικών των διακαναλικών
    αιτιατική τους διακαναλικούς τις διακαναλικές τα διακαναλικά
     κλητική διακαναλικοί διακαναλικές διακαναλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακαναλικός (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interchannel. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + κανάλ(ι) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διακαναλικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία