διάττοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάττοντας < αρχαία ελληνική διᾴττων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διᾴττω / διᾴσσω / διαΐσσω < ἀΐσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάττοντας αρσενικό
- (αστρονομία) φωτεινό κινούμενο σημείο στον ουρανό που μοιάζει με αστέρι που λάμπει ξαφνικά και πέφτει προς τη Γη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διάττοντας
Επίθετο
επεξεργασίαδιάττοντας
- (αστρονομία) διάττοντας
- (μεταφορικά) εντελώς περιστασιακός