δελταπτέρυγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δελταπτέρυγος < δέλτα + πτερύγιο + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική delta wing)
Επίθετο
επεξεργασίαδελταπτέρυγος
- (για πτητικό μέσο) (αεροπορικός όρος) που το σχήμα του με τα πτερά του μοιάζει με γράμμα δέλτα (Δ)
- (ουσιαστικοποιημένο) δελταπτέρυγο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δελταπτέρυγος