δαιμόνιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δαιμόνιον | τὰ | δαιμόνιᾰ |
γενική | τοῦ | δαιμονίου | τῶν | δαιμονίων |
δοτική | τῷ | δαιμονίῳ | τοῖς | δαιμονίοις |
αιτιατική | τὸ | δαιμόνιον | τὰ | δαιμόνιᾰ |
κλητική ὦ! | δαιμόνιον | δαιμόνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δαιμονίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δαιμονίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δαιμόνιον ουδέτερο