δαΐφρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- δαΐφρων < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδαΐφρων, -ων, -ον
- (για πολεμιστές) φιλοπόλεμος, εμπειροπόλεμος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 519 (518-520)
- ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα πιφαύσκομαι, ὅν κεν ἵκοιο, | Εὐρύμαχον, Πολύβοιο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱόν, | τὸν νῦν ἶσα θεῷ Ἰθακήσιοι εἰσορόωσι·
- Σκέφτομαι όμως κάποιον άλλον που θα μπορούσες να γυρέψεις· | λέω τον Ευρύμαχο, περίλαμπρο βλαστό του εμπειροπόλεμου Πολύβου, | που σαν θεό τον βλέπουν όλοι στην Ιθάκη.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα πιφαύσκομαι, ὅν κεν ἵκοιο, | Εὐρύμαχον, Πολύβοιο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱόν, | τὸν νῦν ἶσα θεῷ Ἰθακήσιοι εἰσορόωσι·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 119 (118-121)
- «ἥρως ὦ Ἰόλαε, διοτρεφές, οὐκέτι τηλοῦ | ὑσμίνη τρηχεῖα· σὺ δ᾽ ὡς πάρος ἦσθα δαΐφρων, | ὣς καὶ νῦν μέγαν ἵππον Ἀρίονα κυανοχαίτην | πάντη ἀναστρωφᾶν καὶ ἀρηγέμεν ὥς κε δύνηαι.»
- «Ήρωα Ιόλαε, του Δία θρέμμα, δεν είναι πια μακριά | η μάχη η σκληρή. Εσύ, όπως και πριν μυαλό για μάχες είχες, | έτσι και τώρα το άλογο το μέγα, τον Αρίονα, που ᾽χει τη χαίτη μαύρη, | παντού να στρέφεις και να βοηθάς όσο μπορείς.»
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- «ἥρως ὦ Ἰόλαε, διοτρεφές, οὐκέτι τηλοῦ | ὑσμίνη τρηχεῖα· σὺ δ᾽ ὡς πάρος ἦσθα δαΐφρων, | ὣς καὶ νῦν μέγαν ἵππον Ἀρίονα κυανοχαίτην | πάντη ἀναστρωφᾶν καὶ ἀρηγέμεν ὥς κε δύνηαι.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 519 (518-520)
- (για ιδιότητες ή καταστάσεις) γενναίος, ανδρείος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 184 (184-186)
- εἰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἀνὴρ ὅν φημι, δαΐφρων Τυδέος υἱός, | οὐχ ὅ γ᾽ ἄνευθε θεοῦ τάδε μαίνεται, ἀλλά τις ἄγχι | ἕστηκ᾽ ἀθανάτων, νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους,
- Και αν είναι αυτός που λέγω εγώ ο ανδρείος Τυδεΐδης, | δεν είναι ανθρώπου η λύσσ᾽ αυτή και κάποιον στο πλευρό του | έχει θεόν αθώρητον με νέφος τυλιγμένον,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- εἰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἀνὴρ ὅν φημι, δαΐφρων Τυδέος υἱός, | οὐχ ὅ γ᾽ ἄνευθε θεοῦ τάδε μαίνεται, ἀλλά τις ἄγχι | ἕστηκ᾽ ἀθανάτων, νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 184 (184-186)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- δαΐφρων < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδαΐφρων, -ων, -ον
- συνετός, σοφός, φρόνιμος, προνοητικός, επιδέξιος (σε χειρωνακτική εργασία ή τέχνη)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 373 (372-373)
- οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν σφαῖραν καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο, | πορφυρέην, τήν σφιν Πόλυβος ποίησε δαΐφρων,
- Πήραν λοιπόν στα χέρια τους μια σφαίρα ωραία, | πορφυρή, έργο της επιδέξιας τέχνης του Πολύβου·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν σφαῖραν καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο, | πορφυρέην, τήν σφιν Πόλυβος ποίησε δαΐφρων,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 9. Τελεσικράτει Κυρηναίῳ ὁπλιτοδρόμῳ, 85 (9.85-9.87)
- τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαΐφρων | ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα | διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν.
- Μ᾽ αυτόν και με τον Δία μαζί η γνωστική | σαν έσμιξε Αλκμήνη τούς γέννησε, με μια μονάχα γέννα, | δίδυμα παλικάρια, ανίκητα στη μάχη.
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαΐφρων | ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα | διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 373 (372-373)
Πηγές
επεξεργασία- δαΐφρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δαΐφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.