Δείτε επίσης: Δαΐφρων
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δαΐφρων τὸ δάϊφρον
      γενική τοῦ/τῆς δαΐφρονος τοῦ δαΐφρονος
      δοτική τῷ/τῇ δαΐφρον τῷ δαΐφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν δαΐφρον τὸ δάϊφρον
     κλητική ! δάϊφρον δάϊφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δαΐφρονες τὰ δαΐφρον
      γενική τῶν δαϊφρόνων τῶν δαϊφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς δαΐφροσῐ(ν) τοῖς δαΐφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δαΐφρονᾰς τὰ δαΐφρον
     κλητική ! δαΐφρονες δαΐφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δαΐφρονε τὼ δαΐφρονε
      γεν-δοτ τοῖν δαϊφρόνοιν τοῖν δαϊφρόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
δαΐφρων < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

δαΐφρων, -ων, -ον

  1. (για πολεμιστές) φιλοπόλεμος, εμπειροπόλεμος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 519 (518-520)
    ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα πιφαύσκομαι, ὅν κεν ἵκοιο, | Εὐρύμαχον, Πολύβοιο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱόν, | τὸν νῦν ἶσα θεῷ Ἰθακήσιοι εἰσορόωσι·
    Σκέφτομαι όμως κάποιον άλλον που θα μπορούσες να γυρέψεις· | λέω τον Ευρύμαχο, περίλαμπρο βλαστό του εμπειροπόλεμου Πολύβου, | που σαν θεό τον βλέπουν όλοι στην Ιθάκη.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 119 (118-121)
    «ἥρως ὦ Ἰόλαε, διοτρεφές, οὐκέτι τηλοῦ | ὑσμίνη τρηχεῖα· σὺ δ᾽ ὡς πάρος ἦσθα δαΐφρων, | ὣς καὶ νῦν μέγαν ἵππον Ἀρίονα κυανοχαίτην | πάντη ἀναστρωφᾶν καὶ ἀρηγέμεν ὥς κε δύνηαι.»
    «Ήρωα Ιόλαε, του Δία θρέμμα, δεν είναι πια μακριά | η μάχη η σκληρή. Εσύ, όπως και πριν μυαλό για μάχες είχες, | έτσι και τώρα το άλογο το μέγα, τον Αρίονα, που ᾽χει τη χαίτη μαύρη, | παντού να στρέφεις και να βοηθάς όσο μπορείς.»
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) γενναίος, ανδρείος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 184 (184-186)
    εἰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἀνὴρ ὅν φημι, δαΐφρων Τυδέος υἱός, | οὐχ ὅ γ᾽ ἄνευθε θεοῦ τάδε μαίνεται, ἀλλά τις ἄγχι | ἕστηκ᾽ ἀθανάτων, νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους,
    Και αν είναι αυτός που λέγω εγώ ο ανδρείος Τυδεΐδης, | δεν είναι ανθρώπου η λύσσ᾽ αυτή και κάποιον στο πλευρό του | έχει θεόν αθώρητον με νέφος τυλιγμένον,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
δαΐφρων < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

δαΐφρων, -ων, -ον