εμπειροπόλεμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπειροπόλεμος < (ελληνιστική κοινή) ἐμπειροπόλεμος < ἔμπειρος + πόλεμος
Επίθετο επεξεργασία
εμπειροπόλεμος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη εμπειρία στον πόλεμο, στις μάχες
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπειροπόλεμος
|