εμπειροπόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπειροπόλεμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμπειροπόλεμος[1] < ἔμπειρος + πόλεμος
Επίθετο
επεξεργασίαεμπειροπόλεμος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη εμπειρία στον πόλεμο, στις μάχες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμπειροπόλεμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εμπειροπόλεμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας