Δείτε επίσης: εμπειροπόλεμος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐμπειροπόλεμος τὸ ἐμπειροπόλεμον
      γενική τοῦ/τῆς ἐμπειροπολέμου τοῦ ἐμπειροπολέμου
      δοτική τῷ/τῇ ἐμπειροπολέμ τῷ ἐμπειροπολέμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐμπειροπόλεμον τὸ ἐμπειροπόλεμον
     κλητική ! ἐμπειροπόλεμε ἐμπειροπόλεμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐμπειροπόλεμοι τὰ ἐμπειροπόλεμ
      γενική τῶν ἐμπειροπολέμων τῶν ἐμπειροπολέμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐμπειροπολέμοις τοῖς ἐμπειροπολέμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐμπειροπολέμους τὰ ἐμπειροπόλεμ
     κλητική ! ἐμπειροπόλεμοι ἐμπειροπόλεμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐμπειροπολέμω τὼ ἐμπειροπολέμω
      γεν-δοτ τοῖν ἐμπειροπολέμοιν τοῖν ἐμπειροπολέμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐμπειροπόλεμος (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐμπειροπόλεμος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. που είναι έμπειρος σχετικά με τις πολεμικές διαδικασίες
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Τιμολέοντος και Παύλου Αιμιλίου Σύγκρισις, 1.4 @scaife.perseus
    πολλοὺς μὲν τυράννους, μεγάλην δὲ τὴν Καρχηδονίων δύναμιν ἀπὸ τῆς τυχούσης στρατιᾶς ἐνίκησεν, οὐχ ὥσπερ Αἰμίλιος ἀνδράσιν ἐμπειροπολέμοις καὶ μεμαθηκόσιν ἄρχεσθαι χρώμενος, ἀλλὰ μισθοφόροις οὖσι καὶ στρατιώταις ἀτάκτοις, πρὸς ἡδονὴν εἰθισμένοις στρατεύεσθαι.
  2. (μεταφορικά) (για συμμετοχή σε διάλογο) σκληραγωγημένος, πνευματικός
    ※  1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Agricultura, Section 160, @scaife.perseus
    εἰ γὰρ εἰς τοῦτον ἀφίξονται τὸν ἀγῶνα πρὸς ἐμπειροπολέμους ἰδιῶται, παντελῶς ἁλώσονται· ὁ μὲν ἀρχόμενος, ὅτι ἄπειρος, ὁ δὲ προκόπτων, ὅτι ἀτελής, ὁ δὲ τέλειος, ὅτι οὔπω ἄτριβος ἀρετῆς· δεῖ δ’ ὥσπερ τὰ κονιάματα στηριχθῆναι βεβαίως καὶ λαβεῖν πῆξιν, οὕτως τὰς τῶν τελειωθέντων ψυχὰς κραταιωθείσας παγιώτερον ἱδρυθῆναι μελέτῃ συνεχεῖ καὶ γυμνάσμασιν ἐπαλλήλοις.
    λείπει η μετάφραση

Παράγωγα

επεξεργασία