απειροπόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απειροπόλεμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπειροπόλεμος < ἄπειρος (ἀ- στερητικό + πεῖρα) + πόλεμος. Συγχρονικά αναλύεται σε (άπειρος) απειρο- + πόλεμ(ος) + κατάληξη επιθέτου -ος
Επίθετο
επεξεργασίααπειροπόλεμος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απειροπόλεμος
|