ἄπειρος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ἄπειρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄπειρος (σημασία: χωρίς τέλος)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἄπειρος
- που δεν έχει πέρας
Κλιτικοί τύποιΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἄπειρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ἄπειρος < ἄ- στερητικό + πεῖρα
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἄπειρος, ος, ον
- (με γενική) άπειρος, χωρίς την εμπειρία, χωρίς ιδιαίτερη πείρα, ασυνήθιστος σε κάτι, άμαθος
- ↪ ἄπειρος ἄθλων, καλῶν, κακότητος, τυράννων, τῆς ναυτικῆς, πόνων, νόσων, γνώμης, δικῶν, πολέμων, τοῦ μεγέθους τῆς νήσου, γραμμάτων
- ↪ ἄπειρος ἄλλων ἀνδρῶν (για κορίτσι που δεν είχε ερωτικές σχέσεις με άλλον άνδρα πριν από τον σύζυγό της)
- ↪ ἄπειρος λέχους ὤν
- ο απολύτως αδαής, αμαθής, που δεν έχει ιδέα για κάτι
- ↪ γλυκὺ δ᾽ ἀπείροισι πόλεμος
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- ἀπείραστος :που δεν έχει δοκιμαστεί σε κάτι ( < πειράζω)
- ἀπείρητος και δωρικός τύπος ἀπείρατος ( < πειράομαι-πειρῶμαι)
Επεξεργασία
- ἀπειράκις
- ἀπειρία
- ἀπειραχώς
- ἀπειροσύνη
- Ἀπειραῖος (κάτοικος αχανούς, φανταστικής χώρας στον Ομηρο και κατοπινά, ο Ηπειρώτης για τους Δωρειείς)
- Ἀπείρηθεν (ο προερχόμενος από την φανταστική αυτή χώρα, τη μεγάλη στεριά στον Ομηρο, και αργότερα από την Ήπειρο για τους Δωριείς)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
όπως
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἄπειρος, ος, ον
- άπειρος, χωρίς τέλος και πιθανόν χωρίς αρχή
- ↪ χρόνος ἄπειρος
- η πρώτη αρχή, η αρχή των πάντων (ειδικά στον Αναξίμανδρο)
- ↪ τό ἄπειρον
- εξαιρετικά μεγάλος αριθμός, αναρίθμητος
- σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε ανυπολόγιστο σημείο
- ↪ εἰς ἄπειρον τὴν ἀδικίαν αὐξάνειν
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ἀπειρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀπειρο-, χωρίς τέλος στο Βικιλεξικό
- ἀπειρολογία
- ἀπειρομεγέθης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἄπειρος
- δωρικός τύπος του ἤπειρος (ξηρά, στεριά, αχανής στεριά, τα ηπειρωτικά τμήματα μιας περιοχής ή και νησιού)
- ↪ .. λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον (:...θα κατακτούσε την μεγάλη ήπειρο μαζί με τους Δαναούς -Πίνδαρος)
- με κεφαλαίο → δείτε τη λέξη Ἤπειρος δωρικός τύπος (βορειοδυτική Ελλάδα)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ἄπειρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄπειρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.