Δείτε επίσης: άπειρος

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἄπειρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄπειρος (σημασία: χωρίς τέλος)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄπειρος

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • ἄπειρον (ουδέτερο, και ως επίρρημα για το «πάρα πολύ»)
    δουλεύειν ἄπειρον (δουλεύει ασταμάτητα)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

ἄπειρος < ἄ- στερητικό + πεῖρα

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄπειρος, ος, ον

  1. (με γενική) άπειρος, χωρίς την εμπειρία, χωρίς ιδιαίτερη πείρα, ασυνήθιστος σε κάτι, άμαθος
    ἄπειρος ἄθλων, καλῶν, κακότητος, τυράννων, τῆς ναυτικῆς, πόνων, νόσων, γνώμης, δικῶν, πολέμων, τοῦ μεγέθους τῆς νήσου, γραμμάτων
    ἄπειρος ἄλλων ἀνδρῶν (για κορίτσι που δεν είχε ερωτικές σχέσεις με άλλον άνδρα πριν από τον σύζυγό της)
    ἄπειρος λέχους ὤν
  2. ο απολύτως αδαής, αμαθής, που δεν έχει ιδέα για κάτι
    γλυκὺ δ᾽ ἀπείροισι πόλεμος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

όπως

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄπειρος, ος, ον

  1. άπειρος, χωρίς τέλος και πιθανόν χωρίς αρχή
    χρόνος ἄπειρος
  2. η πρώτη αρχή, η αρχή των πάντων (ειδικά στον Αναξίμανδρο)
    τό ἄπειρον
  3. εξαιρετικά μεγάλος αριθμός, αναρίθμητος
  4. σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε ανυπολόγιστο σημείο
    εἰς ἄπειρον τὴν ἀδικίαν αὐξάνειν

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄπειρος

  1. δωρικός τύπος του ἤπειρος (ξηρά, στεριά, αχανής στεριά, τα ηπειρωτικά τμήματα μιας περιοχής ή και νησιού)
    .. λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον (:...θα κατακτούσε την μεγάλη ήπειρο μαζί με τους Δαναούς -Πίνδαρος)
  2. με κεφαλαίο → δείτε τη λέξη Ἤπειρος δωρικός τύπος  (βορειοδυτική Ελλάδα)