ἀπειροκαλία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπειροκαλίᾱ | αἱ | ἀπειροκαλίαι |
γενική | τῆς | ἀπειροκαλίᾱς | τῶν | ἀπειροκαλιῶν |
δοτική | τῇ | ἀπειροκαλίᾳ | ταῖς | ἀπειροκαλίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀπειροκαλίᾱν | τὰς | ἀπειροκαλίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀπειροκαλίᾱ | ἀπειροκαλίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπειροκαλίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπειροκαλίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀπειροκαλία < ἀπειρόκαλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀπειροκαλία θηλυκό
- απειροκαλία
- (στον πληθυντικό) χυδαιότητες