δίπρακτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίπρακτο | τα | δίπρακτα |
γενική | του | δίπρακτου | των | δίπρακτων |
αιτιατική | το | δίπρακτο | τα | δίπρακτα |
κλητική | δίπρακτο | δίπρακτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίπρακτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίπρακτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίπρακτο ουδέτερο