δίβηλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίβηλο | τα | δίβηλα |
γενική | του | δίβηλου | των | δίβηλων |
αιτιατική | το | δίβηλο | τα | δίβηλα |
κλητική | δίβηλο | δίβηλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίβηλο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίβηλος < δ- + ελληνιστική κοινή βῆλον < λατινική velum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weǵʰ-
Ουσιαστικό επεξεργασία
δίβηλο ουδέτερο