βῆλον
Ετυμολογία
επεξεργασία- βῆλον < (άμεσο δάνειο) λατινική velum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weg
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβῆλον ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βῆλον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- βῆλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.