Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βῆλον < (άμεσο δάνειο) λατινική velum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weg

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βῆλον ουδέτερο

  1. πανί
  2. κουρτίνα, παραπέτασμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία