Δείτε επίσης: Δέμπλα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δέμπλα οι δέμπλες
      γενική της δέμπλας
    αιτιατική τη δέμπλα τις δέμπλες
     κλητική δέμπλα δέμπλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέμπλα < (άμεσο δάνειο) λατινική templum[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðem.bla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δέ‐μπλα
ομόηχο: Δέμπλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δέμπλα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) σχοινί για το άπλωμα των ρούχων, απλώστρα
  2. (κρητικά) ταυτόσημο με την τέμπλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέμπλα < (άμεσο δάνειο) λατινική templum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δέμπλα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία