Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απλώστρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
απλώστρ
α
οι
απλώστρ
ες
γενική
της
απλώστρ
ας
των
απλωστρ
ών
αιτιατική
την
απλώστρ
α
τις
απλώστρ
ες
κλητική
απλώστρ
α
απλώστρ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απλώστρα
<
απλώνω
+ κατάληξη θηλυκού
-τρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απλώστρα
θηλυκό
ειδική
κατασκευή
για το
άπλωμα
(συνήθως πλυμένων ρούχων)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απλώστρα
αγγλικά
:
clothesline
(en)
,
washing line
(en)