Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γρετίδικος η γρετίδικη το γρετίδικο
      γενική του γρετίδικου της γρετίδικης του γρετίδικου
    αιτιατική τον γρετίδικο τη γρετίδικη το γρετίδικο
     κλητική γρετίδικε γρετίδικη γρετίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γρετίδικοι οι γρετίδικες τα γρετίδικα
      γενική των γρετίδικων των γρετίδικων των γρετίδικων
    αιτιατική τους γρετίδικους τις γρετίδικες τα γρετίδικα
     κλητική γρετίδικοι γρετίδικες γρετίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρετίδικος < (άμεσο δάνειο) τουρκική eğreti < περσική عاریتی (ʻāriyatī) < αραβική عاریة (ʻāriyat)

  Επίθετο επεξεργασία

γρετίδικος, -η, -ο

  1. (ιδιωματικό) προσωρινός
  2. (ιδιωματικό) πρόσθετος, κινητός
  3. (ιδιωματικό) πρόχειρος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014