Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γραφειοκρατικοποίηση οι γραφειοκρατικοποιήσεις
      γενική της γραφειοκρατικοποίησης* των γραφειοκρατικοποιήσεων
    αιτιατική τη γραφειοκρατικοποίηση τις γραφειοκρατικοποιήσεις
     κλητική γραφειοκρατικοποίηση γραφειοκρατικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γραφειοκρατικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραφειοκρατικοποίηση < γραφειοκρατικός + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bureaucratization)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γραφειοκρατικοποίηση θηλυκό

  1. η δημιουργία γραφειοκρατίας ή γραφειοκρατικών προσκομμάτων
    Η γραφειοκρατικοποίηση του πόνου: το παράδειγμα μιας δημόσιας υπηρεσίας στην Ελλάδα. (*)
  2. η οργάνωση γραφειοκρατικών δομών και πρακτικών σ’ ένα σύστημα εξουσίας
    ※  Η βασιλεία του Μουράτ Βʹ ήταν το επιστέγασμα της όλης διαδικασίας γραφειοκρατικοποίησης. (Φωκίων Κοτζαγεώργης, Επανεκτιμώντας την πρώιμη οθωμανική παλαιογραφία και διπλωματική. Εννέα έγγραφα από το αρχείο της ιεράς μονής Μεγάλου Μετεώρου (1394–1434), εκδ. Ιερά Βασιλική Μονή Αγίου και Μεγάλου Μετεώρου, Άγια Μετέωρα 2022, ISBN 978-618-5316-80-8, σελ. 141)

  Μεταφράσεις επεξεργασία