Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκλάμουρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική glamour < σκοτς glamer (γοητεία, ομορφιά) < μέση αγγλική gramarye (γραμματική, μάθηση, απόκρυφη γνώση) < παλαιά γαλλικά gramaire (γραμματική) < λατινική grammatica < αρχαία ελληνική γραμματική, θηλυκό του γραμματικός < γράμμα < γράφω (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gerbʰ- (χαράσσω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκλάμουρ ουδέτερο άκλιτο

  • (νεολογισμός, αργκό) γοητεία, αίγλη
    ※  Η κατάσταση που ζηλεύουμε είναι εκείνη που συνιστά το γκλάμουρ. Και η διαφήμιση είναι η διαδικασία κατασκευής γκλάμουρ (Αζέλης Λαμπάτος, Σμπιλίρης, Αλεξανδράκη, Γραπτός Λόγος: Γλώσσα και Λογοτεχνία - Για το Λύκειο και τις Πανελλαδικές, εκδ. Μεταίχμιο, 2020, σελ. 252[1])
    ※  Από το σινεμά : κάστινγκ , σταρ. Από την πολιτική: «διαφωνώ κάθετα», ελληνοποίηση, mea culpa, μη προνομιούχοι, θυρωρός. Από την αργκό της μόδας : κροσόβερ, κουλ, φήλινγκ, το στυλ, το λουκ, γκλάμουρ. (Ταχυδρόμος, τεύχη 1-8, 1990, σελ. 42)
    ※  Δεν έλειπε από καμία κοσμική συγκέντρωση , πάντοτε αυτόν καλούσαν πρώτο , δεν υπήρχε « γκλάμουρ δεξίωση » και ο Διομής να απουσιάζει . Βέβαια , όλα αυτά χάρη στο δεύτερο εργοστάσιο , χάρη στην εφημερίδα αλλά και στα περιοδικά του (Κώστας Ακριβός, Το γέλιο της έκτης ημέρας, εκδ. Κέδρος, 1999, σελ. 229)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία