Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελληνοποίηση οι ελληνοποιήσεις
      γενική της ελληνοποίησης* των ελληνοποιήσεων
    αιτιατική την ελληνοποίηση τις ελληνοποιήσεις
     κλητική ελληνοποίηση ελληνοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελληνοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελληνοποίηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελληνοποίηση θηλυκό

  1. η τροποποίηση ξενικών ή ξένων λέξεων βάση ελληνικών καταλήξεων, ηχητικής και ακουσμάτων (χρησιμοποιείται όταν αυτό συμβαίνει κατ' υπερβολή, αχρείαστα ή δυσχεραίνει την ετυμολόγηση)
  2. η μετονομασία προέλευσης τροφών
η ελληνοποίηση κρεάτων θεωρείται κακούργημα κατά της ζωής και της δημόσιας υγείας όταν υπάρχει απαγόρευση εισόδου τους απ' την αποκρυμμένη χώρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία