ενικός         πληθυντικός  
glamour glamours

  Ετυμολογία

επεξεργασία
glamour < προέλευσης από τη γλώσσα σκοτς glamer αβέβαιου ετύμου. Κατά μία θεωρία σχετίζεται με την ελληνιστική γραμμάριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

glamour (en)

  1. αίγλη
  2. ξόρκι

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • glamor (σπάνια γραφή και στις ΗΠΑ)