glamour
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
glamour | glamours |
Ετυμολογία
επεξεργασία- glamour < προέλευσης από τη γλώσσα σκοτς glamer αβέβαιου ετύμου. Κατά μία θεωρία σχετίζεται με την ελληνιστική γραμμάριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαglamour (en)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- glamor (σπάνια γραφή και στις ΗΠΑ)