Λατινικά (la) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

mea culpa < → δείτε τις λέξεις mea και culpa, στην αφαιρετική ενικού, θηλυκού γένους: από το δικό μου λάθος

  Έκφραση Επεξεργασία

mea culpa

Σημειώσεις Επεξεργασία

  • εκκληστιαστική ρήση που προέρχεται από καθολική προσευχή ομολογίας (Confíteor) αμαρτιών του 16ου αιώνα, στην οποία επαναλαμβάνεται συνεχόμενα τρεις φορές: mea culpa, mea culpa, mea maxima culpa.

Δείτε επίσης Επεξεργασία