Ετυμολογία

επεξεργασία
confiteor < con- + fateor

confiteor

  1. ομολογώ
  2. φανερώνω, δείχνω
  3. (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) υμνώ, δοξάζω
    ※  Confitemini Domino quoniam bonus, quoniam in saeculum misericordia eius.