↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκαστρωμένος η γκαστρωμένη το γκαστρωμένο
      γενική του γκαστρωμένου της γκαστρωμένης του γκαστρωμένου
    αιτιατική τον γκαστρωμένο την γκαστρωμένη το γκαστρωμένο
     κλητική γκαστρωμένε γκαστρωμένη γκαστρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκαστρωμένοι οι γκαστρωμένες τα γκαστρωμένα
      γενική των γκαστρωμένων των γκαστρωμένων των γκαστρωμένων
    αιτιατική τους γκαστρωμένους τις γκαστρωμένες τα γκαστρωμένα
     κλητική γκαστρωμένοι γκαστρωμένες γκαστρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκαστρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γκαστρώνω

γκαστρωμένος, -η, -ο

  1. έγκυος
  2. (μεταφορικά) (αργκό) υπερβολικά ενοχλημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία