γκαστρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκαστρώνω < μεσαιωνική ελληνική < εγγαστρώνω < (ελληνιστική κοινή) ἐγγαστρόω < ἐν- + γαστήρ (γενική: γαστρ-ός)
Ρήμα
επεξεργασίαγκαστρώνω
- καθιστώ (κάποιαν) έγκυο
- (μεταφορικά) προκαλώ ενόχληση σε κάποιον χρονοτριβώντας
- πες το επιτέλους, μας γκάστρωσες!