Ετυμολογία

επεξεργασία
γκαστρώνω < μεσαιωνική ελληνική < εγγαστρώνω < (ελληνιστική κοινή) ἐγγαστρόω < ἐν- + γαστήρ (γενική: γαστρ-ός)

γκαστρώνω

  1. καθιστώ (κάποιαν) έγκυο
  2. (μεταφορικά) προκαλώ ενόχληση σε κάποιον χρονοτριβώντας
    πες το επιτέλους, μας γκάστρωσες!

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία